BACK

Η φθινοπωρινή επιστροφή του Γιώργου Αγαθονικιάδη

Αποκλειστική συζήτηση με τον σκηνοθέτη

     Ως «απόδοση τιμής» στους δεκάδες χιλιάδες ξεριζωμένους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες αντιλαμβάνεται τη νέα ταινία του ο σκηνοθέτης Γ. Αγαθονικιάδης. Παιδί προσφύγων ο ίδιος, γέννημα – θρέμμα της πόλης του Μπρνο, όπου έζησε μέχρι τα τριανταεπτά του χρόνια, επέστρεψε στην Τσεχία, τη χώρα όπου πέρασε τα νιάτα του, προκειμένου να ολοκληρώσει τη «Φθινοπωρινή επιστροφή». Μια τρυφερή ταινία τα γυρίσματα της οποίας τελείωσαν το Μάρτιο και θα εμφανιστεί στις οθόνες των τσεχικών και ελληνικών κινηματογράφων από τον Οκτώβριο.
     Τον κ. Αγαθονικιάδη τον συναντήσαμε, μαζί με την κόρη του Ελένη που πληροί ταυτόχρονα χρέη γραμματέως, βοηθού κλπ. – στο συνήθη τόπο ραντεβού όλων των Πραγινών: κάτω από το άλογο στην πλατεία Βάτσλαβ. Στο διπλανό καφενεδάκι μας άνοιξε την πραγματικά μεγάλη καρδιά του και μας μίλησε για όσα μπορείς να συζητήσεις σε μιάμιση ώρα με έναν τόσο ενδιαφέροντα άνθρωπο… Για τα παιδικά του χρόνια στο Μπρνο, για τον επαναπατρισμό και τα πρώτα δύσκολα χρόνια της Αθήνας, για το μεγαλείο και τη μιζέρια του Έλληνα, για τις φιλίες και τις παρεξηγήσεις μας με τους Τσέχους, για το σήμερα, για την πολιτική σε Ελλάδα και Τσεχία, για τα πάντα….
     Η Φθινοπωρινή επιστροφή» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορική ταινία. Η άγραφτη ιστορία μιας γενιάς πολύ πονεμένης που για τη σημερινή Ευρώπη παραμένει εν πολλοίς άγνωστη, ωστόσο πολύ επίκαιρη, ειδικά δε αυτές τις ημέρες. Μπορεί πια οι αντιμαχόμενοι και οι κατατρεγμένοι να μην λέγονται «μοναρχοφασίστες» ή «κατσαπλιάδες» αλλά λέγονται Σέρβοι, Αλβανοί, Βόσνιοι, Σλαβομακεδόνες. Η «κατάρα» των Βαλκανίων πενήντα χρόνια μετά συνεχίζεται. Η ταινία αυτή ελπίζουμε πως θα αποτελέσει αφορμή για να σκεφτούμε και να αντιληφθούμε πως ο Εμφύλιος, η πολιτική προσφυγιά και τόσα άλλα που πέρασε η χώρα μας δεν αποτελούν μακρινό παρελθόν αλλά είναι ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.
     Η Φθινοπωρινή Επιστροφή», το σενάριο της οποία έγραψε και σκηνοθέτησε ο Γ. Αθαδονικιάδης, αποτελεί την πρώτη τσεχο-ελληνική συμπαραγωγή στον τομέα της κινηματογραφίας. Η ταινία εξελίσσεται σε δύο χρονικά επίπεδα. Ο Σταύρος επιστρέφει στην πρωτεύουσα της Μοραβίας, το Μπρνο, για να μεταφέρει τα οστά των παππούδων του στην πατρίδα τους. Ο Σταύρος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε αυτή την πόλη και η περιπλάνησή του στα γνωστό μέρη της νιότης του ξυπνούν τις παιδικές αναμνήσεις. Θυμάται τα χρόνια που πέρασε, όπως και εκατοντάδες άλλες Ελληνόπουλα, στους παιδικούς σταθμούς και στη συνέχεια με τον παππού και τη γιαγιά που πέθαναν στην προσφυγιά. Οι αναμνήσεις δεν αφορούν μόνο επεισόδια από τη σχολική ζωή, τις συναναστροφές με τους φίλους και τις παιδικές αγάπες αλλά επίσης και την αυθεντική διαφορετικότητα με την οποία ο μικρός Σταύρος έκρινε πράγματα, ανθρώπους και καταστάσεις στην Τσεχία, παρά το γεγονός ότι ζούσε δυο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, την οποία τελικά γνώρισε μόνο αφού ωρίμασε. Οι κωμικοτραγικές καταστάσεις από την παιδική ηλικία του Σταύρου αποτελούν επίσης μια λεπτομερή καταγραφή της ζωής στην Τσεχία κατά τη δεκαετία του πενήντα.
     «Η Φθινοπωρινή επιστροφή» αποτελεί την Οδύσσεια ενός ώριμου άνδρα, ο οποίος επιστρέφει στα μέρη που έζησε τα παιδικά του χρόνια», λέει ο κ. Αγαθονικιάδης. «Γυρνά για να πάρει τα κόκαλα των αγαπημένων του – της γιαγιάς Αρετής και του παππού Γιάννη. Μετά από τόσα χρόνια απουσίας περιμένει πως η πόλη του θα τον ξαναδεχθεί. Το ίδιο όπως και πριν. Αλλά τα παλαιά αγαπημένα του μέρη του φέρονται σαν να ήταν ξένος. Τον τιμωρούν για τη μακρόχρονη απουσία του. Όσο ζούσαν οι παππούδες προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν στο Σταύρο την επιθυμία της επιστροφής στην Πατρίδα. Η ψυχή του μοιάζει με ηλιαχτίδα που παγιδεύτηκε στον πάγο και στα χιόνια της Μοραβίας. Ο παππούς Γιάννης χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, υπερβολές ακόμα και ψέματα, προκειμένου να πείσει το μικρό Σταύρο για τις ομορφιές της Ελλάδας γιατί φοβάται μήπως ριζώσει στην χώρα που κατέφυγαν. Όλη τους τη ζωή τον προετοιμάζουν να περάσει στην απέναντι όχθη. Κι ο Σταύρος πραγματικά μια μέρα επιστρέφει στην Πατρίδα και κουβαλάει μαζί του τις αναμνήσεις, τις εμπειρίες όλο τον παιδικό του κόσμο που τον έζησε σε μια ξένη χώρα».
     Η διάρκεια της ταινίας του Γ. Αγαθονικιάδη είναι σχεδόν δίωρη (114 λεπτά) και τη γύρισε σε συνεργασία με την Τσέχικη Τηλεόραση και ειδικότερα με το στούντιο αυτής στο Μπρνο για δυό λόγους όπως λέει ο ίδιος: διότι τα περισσότερα γυρίσματα έγιναν στη Μοραβία και διότι με το στούντιο του Μπρνο διαθέτει τόσο εργασιακούς, όσο και προσωπικούς και συναισθηματικούς δεσμούς. Το καστ των ηθοποιών που συμμετείχαν στα γυρίσματα – τσέχοι στην πλειοψηφία τους – αποτελούν μια ακόμα εγγύηση για την ποιότητα της ταινίας. Πρωταγωνιστικούς ρόλους θα έχει ο Γίρζι Μπαρτόσκα, ο Βλάστιμιλ Μπρόντσκι, η Τσιμπούλκοβα κλπ Aπό την Ελλάδα τον παππού Γιάννη υποδύεται ο Γιώργος Βελέντζας και τη γιαγιά Αρετή η Όλγα Τουρνάκη-Διαμαντοπούλου ενώ τον μικρό Σταύρο ο Πέτρος Αλεξανδρίδης. Για τη μουσική επένδυση της ταινίας χρησιμοποιήθηκε η ορχήστρα της ΕΡΤ.
     Ο Γιώργος Αγαθονικιάδης γεννήθηκε το 1947, ήρθε σε ηλικία ενάμιση έτους στο Μπρνο όπου πέρασε όχι μόνο τα παιδικά του χρόνια αλλά τη μισή του ζωή. Στην Πράγα σπούδασε Κινηματογράφου στη FAMU και εργάστηκε ως σκηνοθέτης της τσεχοσλοβάκικης τηλεόρασης αρχικά στην Πράγα και στη συνέχεια στο Μπρνο. Σε ηλικία 37 ετών επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα και τώρα σκηνοθετεί για την ΕΡΤ.

     Από τις τηλεοπτικές του δημιουργίες είναι γνωστές σε εμάς η ταινία-ντοκουμέντο Τα παιδιά της Ελλάδας» που προβλήθηκε πέρυσι από την τσεχική τηλεόραση και φέτος στην Ελλάδα από την ΕΡΤ. Προ καιρού η τσεχική τηλεόραση πρόβαλε στη σειρά CESTOMANIE ημίωρο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ που σκηνοθέτησε και γύρισε ο ίδιος στο τρίγωνο Αθήνα – Κόρινθος – Αίγινα.


Press Center of the Embassy of Republic of Greece , Prague, October 2001

BACK